Οὐρανόφι

Οὐρανόφι
Οὐρανός
heaven
masc dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ουρανόφι(ν) — οὐρανόφι(ν) (Α) επίρρ. στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + επιρρμ. κατάλ. φι (πρβλ. νόσφι, πάμφι)] …   Dictionary of Greek

  • οὐρανόφι — οὐρανός heaven masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”